- κάρσιος
- κάρσιος, -ία, -ον (Α)πλάγιος.επίρρ...καρσίως (Α)πλαγίως.[ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής τ. που προέρχεται από επικάρσιος*, κατ' απόσπαση].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρσίως — κάρσιος crosswise adverbial κάρσιος crosswise masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρσιον — κάρσιος crosswise masc acc sg κάρσιος crosswise neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικάρσιος — ἐπικάρσιος, α, ον και ος, ον (Α) 1. εγκάρσιος, πλάγιος, που σχηματίζει γωνία, ιδίως ορθή 2. (για ιστιοφόρο σε θύελλα) πλαγιασμένος, που έχει κλίση προς τη μία πλευρά ή που έχει την πλώρη μέσα στη θάλασσα και την πρύμνη ανασηκωμένη 3. (για ύφασμα) … Dictionary of Greek
(s)kert-s- — (s)kert s English meaning: across Deutsche Übersetzung: in Worten for “quer, quer durch” Note: (“in Querschnitt”; to [s]ker t “cut, clip”) Material: Arm. xeṙ “aufsässig, widerspenstig” (wũrde also IE rs voraussetzen); Gk. ἐγ … Proto-Indo-European etymological dictionary